όβρυζος

όβρυζος
ὄβρυζος, -ον (ΑΜ)
φρ. «ὄβρυζον χρυσίον» ή «χρυσοῡ νόμισμα ὄβρυζον» — καθαρός χρυσός, νόμισμα από καθαρό χρυσό, ύστερα από δοκιμασία τής γνησιότητας του με χρήση φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ὄβρυζα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄβρυζος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄβρυζον — ὄβρυζος pure masc acc sg ὄβρυζος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρύζῳ — ὄβρυζος pure masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβρυζιακός — ὀβρυζιακός, ή, όν (ΑΜ) [όβρυζος] ὄβρυζος* …   Dictionary of Greek

  • ολόβρυζος — ὁλόβρυζος, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από καθαρό χρυσό («ὁλόβρυζον νόμισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὄβρυζος «καθαρός, αμιγής»] …   Dictionary of Greek

  • ὀβρύζης — ὄβρυζα assaying of gold fem gen sg (attic epic ionic) ὄβρυζος pure fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄβρυζα — assaying of gold fem nom/voc sg ὄβρυζος pure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”